- χιονόλυτο
- το, Ν(μετεωρ.) χιονόνερο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + λυτός (< λύω). Η λ., στον λόγιο τ. χιονόλυτον (ύδωρ), μαρτυρείται από το 1892 στο ημερολόγιο Πανελλήνιος Σύντροφος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονόνερο — το, Ν (μετεωρ.) ατμοσφαιρικό κατακρήμνισμα αποτελούμενο από χιόνι και βροχή συγχρόνως ή από χιόνι το οποίο έχει εν μέρει τακεί, αλλ. χιονόβροχο ή χιονόλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + νερό] … Dictionary of Greek